ορθίτης

ορθίτης
ο
(ορυκτολ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού αλλανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthite < γερμ. Orthit < ορθός + κατάλ. -ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • επίδοτο — Πυριτικό ορυκτό που παρουσιάζεται σε διάφορες ποικιλίες οι οποίες αποτελούν έτσι μια οικογένεια. Η βασική μορφή του ορυκτού περιέχει ασβέστιο, αργίλιο, σίδηρο, πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο με χημικό τύπο [Ca2(Fe,Al) Al2(SiO4)(SiO7)O(OH)]. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”